ταϊφάς

ταϊφάς
ταϊφάς, ο και νταϊφάς, ο
πληθ. -άδες (λ. τουρκ.)
1. φυλή, φάρα.
2. ομάδα άτακτων στρατιωτών, μπουλούκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταϊφάς — και νταϊφάς, ο, Ν 1. φυλή, φάρα 2. στράτευμα ατάκτων, μπουλούκι 3. μικρό στρατιωτικό σώμα κατά την Ελληνική Επανάσταση τού 1821 4. ναύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tayfa] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”